προσώνυμος

προσώνυμος
προσώνῠμ-ος, ον,
A = ἐπώνυμος, IG42(1).84.29 (Epid., i A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσώνυμος — ον, Α επώνυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. επ ώνυμος, με έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • προσώνυμον — προσώνυμος masc/fem acc sg προσώνυμος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

  • προσωνυμία — η, ΝΜΑ, ιων. τ. προσωνυμίη Α [προσώνυμος] πρόσθετο όνομα, επωνυμία αρχ. το δικαίωμα κάποιου να αναγράφει το όνομά του στην κορυφή ενός καταλόγου ονομάτων …   Dictionary of Greek

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”